- ηπατόζωο
- τοζωολ. γένος σπορόζωων πρωτόζωων τών οποίων διάφορα είδη είναι ενδοκυτταρικά παράσιτα τού ήπατος, τής σπλήνας και τού μυελού τών οστών διαφόρων θηλαστικών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatozoon < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + zoon (πρβλ. ζώον)].
Dictionary of Greek. 2013.